- άλειπτος
- ἄλειπτος, -ον (Α) [λείπω]αυτός που δεν υστέρησε ποτέ σε αγώνα, ακατανίκητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλειπτός — ἀλειπτός, όν (Α) 1. αυτός που αλείφτηκε ή είναι κατάλληλος για επάλειψη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλειπτόν μύρο που χρησιμοποιούσαν για ραντισμό στις θυσίες τὰ ἀλειπτά φάρμακο για επάλειψη, αλοιφή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. τού ρ. ἀλείφω. ΠΑΡ. μσν.… … Dictionary of Greek
ἄλειπτος — not left behind masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλειπτόν — ἀλειπτός anointed masc/fem acc sg ἀλειπτός anointed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείπτω — ἄλειπτος not left behind masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄλειπτος not left behind masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀλείπτης anointer masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείπτως — ἄλειπτος not left behind adverbial ἄλειπτος not left behind masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλειπτον — ἄλειπτος not left behind masc/fem acc sg ἄλειπτος not left behind neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλειπτά — ἀλειπτός anointed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλειπτῷ — ἀλειπτός anointed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείπτου — ἄλειπτος not left behind masc/fem/neut gen sg ἀλείπτης anointer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείπτους — ἄλειπτος not left behind masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)